top of page
  • Writer's pictureΚώστας Γαρύφαλλος

Το κακό μελίσσι


Σ’ έναν από τους υψηλότερους γκρεμούς στο απέναντι βουνό, υπήρχε κάποιο τεράστιο κι άγριο μελίσσι, το κακό μελίσσι, όπως το λέγανε στο χωριό. Ένα βουερό σμάρι σε κάποια σχισμή του βράχου στην οποία το μέλι ξεχείλιζε. Όλοι, τη σχισμή και τον θησαυρό της γλυκοκοίταζαν· κανείς όμως δεν υπήρχε που να τολμήσει να σκαρφαλώσει ή να κατέβει σε κείνο το απρόσιτο σημείο που φώλιαζε η κυψέλη. Όλοι φοβόνταν το ύψος, αλλά και το κακό, εκδικητικό, επιθετικό μελίσσι.


Να όμως που βρέθηκε ένας ξεχωριστός και θαρραλέος νεαρός που αψηφούσε τα ύψη

και τις μέλισσες, κι έτσι, ένα φωτεινό πρωινό, ζώστηκε τα εργαλεία του, φόρεσε προστατευτική μουτσούνα και μ’ ένα σκοινί άρχισε την κάθοδο για την κυψέλη της σχισμής. Δεν είναι δα και τόσο δύσκολο, σκέφτηκε, ενώ σιγά σιγά, μελετημένα και προσεκτικά κατέβαινε.


Η βοή από το σμάρι όλο και δυνάμωνε στ’ αυτιά του. Πρέπει να είναι τεράστιο, σκέφτηκε πάλι.


Και να που σε λίγο έφθασε στο στόχο του. Άφθονο το μαλαματένιο μέλι μπροστά του· πολύ περισσότερο απ’ ό,τι υπέθεταν και οι πιο έμπειροι μελισσοκόμοι. Όμως, οι μέλισσες, περίεργα ήρεμες. Καμιά δεν του επιτέθηκε, λες και δεν υπήρχε γι’ αυτές. Σιγά τη δύσκολη δουλειά, σκέφτηκε χαμογελώντας με αυτοπεποίθηση.


Κι όλο τρυγούσε· κι όλο τρυγούσε νιώθοντας τη χαρά και την περηφάνια να

φουσκώνουν το στήθος του. Η ποσότητα από εκείνο το εξαίρετο μέλι, ατέλειωτη τού

φαινόταν.


Είχε αφοσιωθεί στη δουλειά σκεπτόμενος το κέρδος από το μέλι που μάζευε, μέχρι που

ξαφνικά, είδε κάτι που τον έκανε ν’ ανατριχιάσει σύγκορμο.


Ένα τεράστιο δηλητηριώδες φίδι κρεμόταν από τα βράχια με το κεφάλι του ακριβώς

απέναντι από το πρόσωπό του. Μα πώς και δεν το είχε δει τόση ώρα αυτός που ως και

πίσω από τα πράγματα έβλεπε; Τον κοίταζε πάντως με εκείνα τα παγωμένα μάτια του, με βλέμμα απαίσιο και περιφρονητικό τον κοίταζε μπαινοβγάζοντας τη διχαλωτή γλώσσα του, έτοιμο να τον δαγκάσει.


Ο τρυγητής αντέδρασε πάντως· δεν ήταν δα κι από εκείνους που αφήνουν τα πράγματα

στην τύχη τους. Με το πάντα καλοακονισμένο μαχαίρι του, ταχύτατα έκοψε το κεφάλι τού δηλητηριώδους φιδιού. Δεν ήταν δα και τόσο δύσκολο σκέφτηκε, ενώ ένα κύμα θριάμβου φούσκωσε στιγμιαία το στήθος του τόσο πολύ που κινδύνεψε να σκάσει.


Αλλοίμονο όμως! Το φίδι, το σχοινί ήταν, το σκοινί που με ευκολία μεγάλη είχε κοπεί

από το αστραφτερό μαχαίρι.


Οι μέλισσες εξακολουθούσαν ήρεμες. Η κυψέλη μάκραινε στον χώρο και τον χρόνο. Το

βουητό όλο κι εξασθενούσε. Ο τρυγητής σ’ ελεύθερη πτώση.



Στις μετέπειτα από τη βιομηχανική επανάσταση εποχές, κυρίαρχη άποψη είναι ότι για να είναι οικονομικά υγιής και ακμάζουσα η κοινωνία που μεταξύ άλλων περιέχει και τις καταναλωτικές μονάδες, πρέπει ο οποιοδήποτε φυσικός πόρος και μη, να καρπώνεται (από επαγγελματίες καρπωτές φυσικά) στη μέγιστη δυνατή ποσότητα, ώστε να αποδίδεται σε αυτούς κέρδος ενώ στην κοινωνία υποτιθέμενη ευημερία, με αποτέλεσμα, η σπείρα αυτού που αποκαλείται ανάπτυξη, να ανοίγει και να επεκτείνεται διαρκώς, για να φθάσει άραγε, πού;

19 views0 comments
bottom of page